- αγιάζι
- τό1) вечерняя или утренняя прохлада; 2) иней, изморозь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγιάζι — το (λ. τουρκ.), νυχτερινό ή πρωινό κρύο, διαπεραστική υγρασία: Τα περισσότερα λουλούδια τα καψε τ αγιάζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιάζι — το 1. πρωινή ή απογευματινή ατμοσφαιρική υγρασία, πάχνη 2. το διαπεραστικό κρύο, κυρίως κατά τη νύχτα και τα ξημερώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ayaz] … Dictionary of Greek
γιατσάδα — η και γιάτσο, το και γιάτσος, ο 1. το παγωτό 2. το αγιάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ghiaccio < λατ. glacies «πάγος»] … Dictionary of Greek